- ἐπιπολάσαι
- ἐπιπολά̱σᾱͅ , ἐπιπολάζωfut part act fem dat sg (doric)ἐπιπολά̱σᾱͅ , ἐπιπολάζωfut part act fem dat sg (doric)ἐπιπολάζωaor inf actἐπιπολάσαῑ , ἐπιπολάζωaor opt act 3rd sgἐπιπολάζωaor inf actἐπιπολάσαῑ , ἐπιπολάζωaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.